- στροβίλισμα
- το, Ν [στροβιλίζω]το αποτέλεσμα τού στροβιλίζω, στριφογύρισμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στρόφος — ο, ΝΜΑ, και στρόπος Ν ισχυρός κωλικόπονος εξαιτίας συστροφής τών εντέρων νεοελλ. 1. είδος σχοινιού με συνδεδεμένα τα άκρα που χρησιμεύει ως αρτάνη κατά τις φορτώσεις βαρέων αντικειμένων, στροφίδα 2. ιατρ. ο ειλεός εκ συστροφής μσν. 1. στροβίλισμα … Dictionary of Greek